διστοιχία

διστοιχία
η (AM διστοιχία) [δίστοιχος]
παράταξη σε δύο στοίχους, διπλή σειρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διστοιχία — διστοιχίᾱ , διστοιχία double row fem nom/voc/acc dual διστοιχίᾱ , διστοιχία double row fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστοιχίᾳ — διστοιχίᾱͅ , διστοιχία double row fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστοιχία — η παράταξη σε διπλή σειρά: Το στράτευμα παρατάχθηκε σε διστοιχίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διστοιχίαν — διστοιχίᾱν , διστοιχία double row fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”